- νερόπλυμα
- το [νεροπλύνω]1. το νερό που προέρχεται από το πλύσιμο τών μαγειρικών σκευών και τών πιάτων2. έδεσμα ή ρόφημα άνοστο, νερομπούλι3. άνθρωπος χωρίς ομορφιά και χάρη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νερόπλυμα — το, ατος 1. το νερό από το πλύσιμο μαγειρικών σκευών και πιάτων. 2. ρόφημα άνοστο, αηδιαστικό, αλλ. νερομπούλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νερομπούλι — το ρόφημα ή φαγητό ανούσιο, άνοστο, επειδή περιέχει μεγάλη ποσότητα νερού, νερόπλυμα … Dictionary of Greek
ξέπλυμα — το [ξεπλύνω] 1. διαβροχή με νερό για καθαρισμό από σαπούνι, ξέβγαλμα 2. πλύσιμο με νερό, χωρίς σαπούνι 3. άγευστο, ανούσιο φαγητό, νερόπλυμα 4. το νερό που μένει μετά το ξέβγαλμα, απόπλυμα 5. μτφ. για πρόσ. άτομο χωρίς ζωηρότητα, ιδίως στην… … Dictionary of Greek